Το μεσημέρι, ασύστατοι, με σκοτεινές ακίδες
αλμύρας σύγκορμης αρχίζουν το τραγούδι οι αχινοί:
"Αφέντη, δρυοκολάπτη των νερών
και των βυθών παγόνι, σου φέρνουμε τα μήλα ζευγαρωμένα.
Δέξου τη μήτρα των ακτών από του πονηρού,
πονηρέ: ο επίμαχος θεός των θερινών καταγμάτων,
ο καταγεγραμμένος σατανάς των αμήχανων λαχανιασμάτων,
ο εκπεφρασμένος άνθρωπος των επιδέξιων αμαρτημάτων.
Λοιπόν, κάποιος ασύστατος
έχωσε στης μέρας τα νεφρά μια πέτρινη αιχμή
(το κρυφό επίθετο της κόλασης)
και αφανίστηκε ο άνθρωπος,
για χάρη των τοξικών συνηθειών σας
και για χάρη των τρωκτικών θεσμών σας:
αυτός που πέθανε από την πείνα
κι αυτός που έζησε από την πείνα
αυτού που πέθανε από την πείνα,
κι αυτός που μάζεψε τα παιδιά του από τον κήπο
κομματιασμένα, μισοκαμένα
και αυτός που φύτεψε τα παιδιά του στον κήπο
αυτού που μάζεψε απ` τον κήπο
τα παιδιά που φύτεψε αυτός
που έζησε από την πείνα
αυτού που πέθανε από την πείνα.
Και το ποντίκι σήκωσε το ματωμένο
ρύγχος του στον σκοτεινό ουρανό.
Τα μάτια του μελαγχόλησαν μια λάμψη φρικτή.
Θυμήθηκε πως δεν ήταν ποτέ ένα κοράκι
στην κάμαρα του ποιητή απ` την αρχή.