...Ο στρατός περίμενε, μην πιστεύοντας ότι η κυβέρνησή του θα υπέγραφε τη συνθήκη των Μουδανιών· το έκανε, όμως, και ο στρατός, όντας στρατός, υπάκουσε στην ηγεσία του. Όλη μέρα περνούσα από δίπλα τους, από βρόμικους, κουρασμένους, αξύριστους, ανεμοδαρμένους στρατιώτες, που περπατούσαν στα μονοπάτια της καφετιάς, ατέλειωτης, γυμνής, λοφοσκέπαστης θρακικής υπαίθρου. Ούτε ορχήστρες, ούτε σταθμοί οργανώσεων βοηθείας, ούτε άδειες· τίποτε άλλο πέρα από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια τις νύχτες. Είναι οι τελευταίοι της ελληνικής δόξας, της δόξας που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος του δεύτερου Τρωικού Πολέμου τους...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]