Μα είναι μέρα ή νύχτα; Τι ώρα είναι; Κοιτάζω το ρολόι και δείχνει χαράματα. Δεν κοιμήθηκα λοιπόν πολύ, μερικές ώρες μόνο. Έφτασα χθες, νωρίς το απόγευμα σε ετούτο το σπίτι που γύρευα καιρό. Έρχομαι από μακριά και το βρήκα άδειο. Επάνω η κάμαρη ανέπαφη, διατηρεί πιστά ακόμα τις μυρωδιές της μητέρας, του πατέρα, του παππού. . . Ταξιδεύω με την ταχύτητα του φωτός. Για πρώτη φορά απαρνούμαι τη βαρύτητα και επιπλέω στο πορφυρό του σύμπαντος. Τρυπώνω σαν ομίχλη στα τέσσερα σημεία της ζωής και ψάχνω, μυρίζοντας τις πατημασιές του είδους. Κρατώ στα χέρια μου το χρόνο και ακολουθώ τα μονοπάτια. Ο κόσμος είναι πια μικρός. Δεν με τρομάζει. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]