ΕΠΑΦΗ
Οι ορειβάτες της θυσίας του ύψους τους
Σύννεφα χλωμά στον ουρανό· τον χαμηλώνουν
να μας σκεπάσει· σαν σεντόνι νυφικό στον ύπνο μας
θ` ανάψει... μια πιτσιλιά λευκό στον μελαγχολικό καιρό στην ανάσα μας
θα λάμψει!
Κόκκινη μπορντούρα στο πανί... έτοιμη να τους κάψει...
Μια πινελιά μαυριδερή στο φόρεμα της πήλινης στολής, μουτζούρα
θα στάξει... θα μοιάζει πως θα σπάσει· σε οδύνη αναμονής...
στην πρώτη επέλαση βροχής το χειροκρότημα θα πάψει...
Η φωτιά μας θα πλυθεί με πέτρες υδάτινης οργής και το χνώτο μας, η θηλιά
θ` αρπάξει... μέχρι το ανάστημα της κέρινης κορφής...
Ανέβασμα ιουδαϊκής συνήθειας η πρόβα της θυσίας... κάποιος να ξεχωρίσει
πίσω ή λίγο μπροστά να σταθεί και να σφαχτεί...
η πείνα των όρνεων
να κορεστεί, το χώμα στη λαίμαργη ξερή του αναπνοή
να ποτιστεί... να εξαγνιστεί... να γεννήσει πάλι!
Εκεί ο άνεμος θα δικάσει... το σκαμνί στο τελευταίο σκαλί
θα βουλιάξει
στον κόρφο της γης και ο λαιμός της ομήγυρης του ενός
θα κράξει στον βρόχο τον επιθανάτιο ρόγχο της πτήσης του.
Πάντα σπάμε τους πολύτιμους, γιατί δε φοβόμαστε
τι θα φανεί πως είχαν μέσα! Στο μαβί βλέμμα της βουτιάς υψώνεται το χάραμα
της καφετιάς αγκαλιάς της ερωμένης γης στον γλαυκό εραστή της βροχής.
Το σώμα του ενός, ο φαλλός της εισχώρησης στον τάφο της μήτρας
του παντός... ένα γλεντοκόπημα φωνών ο ηδονικός σπαραγμός
των λίθινων κορμιών...
Σαν καλώδια ηλεκτρικά που τρίζουν στην ατμόσφαιρα φιλιά πυροτεχνημάτων
οι επαφές
των γαμήλιων κατορθωμάτων.
Πέφτουν αργά στα σπιτικά μας, αστραπές χρωμάτων και μπογιατίζουν τις σκεπές
με την υγρή φωτιά της λαβωματιάς των θηλυκών σωμάτων.
Ένα παιχνίδισμα σκιάς η παράσταση
της πόζας των πτωμάτων, της πρόσκρουσης των γιγάντων [...].