ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Πριν φτάσει κανείς στο ξέφωτο,
το δάσος πύκνωνε πολύ κι άφηνε μόνο του
ένα μονοπάτι, ονομαστό, το `μονοπάτι του Χειμώνα`.
Ήταν γεμάτο πάντα, ποταμάκι που `χε μόλις ξεχειλίσει,
με φύλλα άφθονα ξερά, σαν από χειμωνιάτικη σοδειά,
κι ας ήταν καλοκαίρι - παλιά (πολύ παλιά) χρωμάτιζαν
τα γυμνά κλαδιά των δέντρων της Άκρης που τα `λεγαν `Μνήμες`,
αφού μόνο όποιος θυμότανε σωστά τα μονοπάτια, στο τελευταίο,
τ` `ονομαστό`, της Άκρης, που έβγαζε στο ξέφωτο,
μόνο αυτός θ` αξιωνόταν να περπατήσει.
Κι όλων τα βήματα εκεί ήταν βαριά στην αρχή, και ξερά,
σαν τα νεκρά φύλλα απ` τα σκληρά τα πρώτα δέντρα
που πάντα ψήλωναν απ` τα` άλλα περισσότερο.
Μα όσο πλησίαζε κανείς το ξέφωτο, στην άκρη της Άκρης,
περνούσε ανάμεσα από Μνήμες που όλο και χαμήλωναν,
τι έλεγαν `οι Ερωτικές`, και πατούσε πάνω σε φύλλα
όλο και πιο μαλακά, όλο και πιο ανάλαφρα, ώσπου
στο τέλος έβγαινε στο ξέφωτο σαν να πετούσε.