Δύο μισές αλήθειες δεν κάνουν, λένε, μία ολόκληρη, δύο μισές ιστορίες συρράβονται, όμως, σε μία αληθινή. Δεν θα δίσταζα να προσθέσω ότι και τα λόγια μπορεί να είναι πάντοτε αληθινά, η αλήθεια τους όμως διαρκώς αμφισβητείται· όπως τα πρόσωπα. Έτσι, όταν συνάντησα τον Μοντεσάντο απογευματάκι, τυχαία, στο λεωφορείο, δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω μετά από τόσα χρόνια. Τότε είχε γένια και πλούσια μαλλιά... Τώρα έδειχνες μάλλον θαμπός, ελαφρά οξειδωμένος. Με αναγνώρισε εκείνος, ευτυχώς. Κατεβήκαμε δυο στάσεις παρακάτω, καθίσαμε σε μια καφετέρια κοντά στο πάρκο και πιάσαμε τα παλιά νήματα.
"Από πού να ξεκινήσει κανείς... Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ασπρόμαυρες εικόνες", άρχισε να μου λέει.
- Οι γυναίκες έχουν όνειρα· οι άνδρες οράματα, του απάντησα, προσπαθώντας να γενικεύσω την αφηγηματική του αμηχανία. Ο Μοντεσάντος συνέχισε, σαν να μην με άκουσε.
"Βλέπω ένα παιδικό χέρι να ζωγραφίζει με στυλό διαρκείας ένα ρολόι στον καρπό του αριστερού μου χεριού. Η καμπύλη του ρολογιού γίνεται ύστερα γέφυρα κοντά σ` έναν χείμαρρο. Πουλιά σηκώνονται στον αέρα. [...]"