Μεσάνυχτα και από το σαλόνι κάποιος παίζει στο πιάνο. `Είναι σίγουρα παγίδα` του λέει η Νάντια. Σαν να την άκουσαν, τα δάχτυλα της Έλενας σωπαίνουν πάνω στα πλήκτρα. Στρέφει το βλέμμα αλλά το μόνο που διακρίνει είναι μια σκιά ν` ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Χαμογελάει. Μες στο απόλυτο σκοτάδι τα μάτια της λάμπουν, σαν μικρές εστίες φωτιάς πριν τις πνίξει η βροχή. Σκοτεινή βροχή. Ζεστή και ύπουλη. Κατοικεί στα σύννεφα κι έχει μια συγκεκριμένη αποστολή: Να σταματήσει το χρόνο και να εγκλωβιστεί σ` αυτό το παλιό αρχοντικό που και οι άνθρωποι αλλάζουν μόλις μπουν. Οι στάλες της έχουν πρόσωπο. Και πολύ μοιάζουν στο Δημήτρη Φωτίου, τη μικρή του κόρη, στον ίδιο τον Αντώνη. . . Το βουητό της εισβάλλει στα δωμάτια απ` τα παλιά κουφώματα, ο χτύπος πάνω στους τσίγκους και στα κεραμίδια της οροφής είναι ψίθυροι γεμάτοι ψέμα και υποκρισία. Ποτισμένοι με το δηλητήριο. . . του Έρωτα. . . του Μίσους. . . της Ψυχής. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]