Κρατιέμαι απ` το παραπέτο που `χει μια ξύλινη προέκταση καγκελωτή ως απάνω. Δίπλα μου στηρίζεται ένας άντρας που η εμφάνισή του είναι σε κραυγαλέα αντίθεση με τη δική μου και των υπόλοιπων. Τον λοξοκοιτάζω διακριτικά, τον παρατηρώ. Κοστούμι ταξιδιωτικό πιε-ντε-πουλ σε μοβ απόχρωση, λευκό πουκάμισο, γραβάτα. Φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος, με την κολώνια του, παρακαλώ. Όλοι καταλήξαμε στην Ασφάλεια από διάφορα κρατητήρια και βρεθήκαμε εδώ βρόμικοι, αξύριστοι, κακομοιριασμένοι. Τώρα πως τα κατάφερε αυτός να `ναι φιγουρίνι, δεν μπόρεσα να φανταστώ. Όταν γνωριστήκαμε, κατάλαβα: είχε ακμαίο το ηθικό. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]