`...Μένω ακίνητος στη θέση μου σαν να βρίσκεται το σώμα της στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Εάν προσέξω, μάλιστα, καλύτερα την κλίση του κεφαλιού της ίσως καταλάβω πού κοιτάζει.
Μία θεία μου κοιμόταν πάντα με μισόκλειστα βλέφαρα. Οι κόρες των ματιών της ήταν ψηλά σαν να έδειχναν πίσω από το κεφάλι τη νύχτα έξω από το δωμάτιο καλοκαίρι με δέντρα που φοβόμουνα. Θα μπορούσε τώρα εκείνη δίπλα μου να βλέπει γυρισμένη στον τοίχο μία ανταύγεια από το δρόμο ή να μαντεύει τη σχισμή στην ταπετσαρία που ήξερε. Δεν είμαι σίγουρος ότι διαλέγω την καλή πλευρά του κρεβατιού μακριά απ` αυτούς που σ` έναν εφιάλτη μπαίνουν βιαστικοί στο δωμάτιο και παίρνουν τους πιο κοντινούς στην πόρτα. Το σκέπασμα στην πλευρά της είναι κρύο από ένα ρεύμα το απόγευμα αργά με ανθρώπους να μιλούν στην αυλή με τη μητέρα που νόμιζα ότι κοιμόταν ακόμα κοντά μου. Πρέπει να βρω την άκρη του σεντονιού, γιατί υπάρχει κάτι ανοιχτό και περνάει μια πνοή στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Ήταν μετά τη δύσκολη εγχείριση και με το λίγο φως στο λευκό δωμάτιο τα πράγματα ανέβαιναν με υδράργυρο εκείνη τα επανέφερε λικνίζοντας το κρεβάτι όρθια ανάμεσά μας το σεντόνι μεγάλωνε την απόσταση με μια νάρκη`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]