Δεν ξέρω ποιος με έφερε στον κόσμο, ούτε τι είναι ο κόσμος ούτε τις εγώ ειμί. Έχω φοβερή άγνοια για τα πάντα. Δεν ξέρω τι είναι το σώμα μου, οι αισθήσεις μου, η ψυχή μου κι αυτό το τμήμα του εγώ μου πού σκέπτεται τα όσα λέγω, που αναλογίζεται τα πάντα και τον εαυτό του, και τα γνωρίζει όχι περισσότερο από ότι τα υπόλοιπα. Βλέπω τις τρομακτικές διαστάσεις του διαστήματος που με περιβάλλει και βρίσκομαι δεμένος σε μια γωνιά αυτής της απεραντοσύνης, χωρίς να γνωρίζω γιατί είμαι εδώ και όχι άλλου, ούτε γιατί ο λίγος χρόνος που μου δόθηκε να ζήσω ορίστηκε σ` ετούτο και όχι σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο μέσα σε ολόκληρη την αιωνιότητα που προηγήθηκε από μένα και σε ολόκληρην εκείνη που θα με ακολουθήσει. Δεν βλέπω ολούθε πάρεξ απεραντοσύνη, που με περικλείει σαν απειροελάχιστο άτομο και σαν σκιά που διαρκεί μοναχά μια στιγμή χωρίς επιστροφή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να πεθάνω σε λίγο, αλλά αυτό που κυρίως αγνοώ είναι ο ίδιος ο θάνατος που δεν μπορώ να αποφύγω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]