Η ζωή είναι σεργιάνι, πάμε, ερχόμαστε, πορευόμαστε. Οι άνθρωποι διαδέχονται ο ένας τον άλλον χωρίς να γνωριστούν. Εικάζονται από τις κορυφές των κεραιών σαν σώματα τοποθετημένα στο κυλιόμενο χαλί του είδους.
Η αγωνία χτυπά, πάλλεται στη θέση της καρδιάς. Ο εγκέφαλος είναι αίθουσα βασανιστηρίων όπου δεν τολμούν να φωνάξουν από φόβο μην εξαγριώσουν τον πόνο.
Οι δεκαετίες της ύπαρξης σωρεύονται η μία πάνω στην άλλη σαν κύβοι. Τις διασχίζουν βλοσυρά χωρίς να βιώνουν κάθε στιγμή το δέος ότι βρίσκονται εκεί.
Μόλις πριν γείρουν φτάνει η στιγμή προς την οποία εξαρχής κατευθύνονταν δίχως να το γνωρίζουν. Όλα φωτίζονται, διασαφηνίζονται, η ευτυχία φλογίζει τον ορίζοντα σαν βροχή από ήλιους. Δεν έχουν τον καιρό να σκεφτούν πως το σεργιάνι άξιζε παρ` όλα αυτά τον κόπο. Τα φώτα έχουν ήδη σβήσει, έζησαν μόνον γι` αυτή την υπέρμετρη και σύντομη χαρά.