Το σαλιγκάρι: Δεν ήξερα πως είναι ν` ανεβαίνεις σώμα. Όταν το αποφάσισα και πήρα τον ανήφορο, πλημμύρισα απ` τη χάρη του, ζαλίστηκα απ` το ύψος του κι έμεινα κοκαλωμένο. Ποιος φωτογράφος θα με στείλει στην αιωνιότητα; Ποια μάτια θα με ζεστάνουν με τις μνήμες τους, μέχρι που πάλι να γίνω δρόμος; Η πέτρα: Διασχίζω τα νερά του παρελθόντος κι είσαι το κουμπί για να συντονίζομαι με το κάθε λιμάνι-παρόν. Ως εύθραυστο και προσωρινό, είσαι η πιο ανθεκτική πανοπλία μου - πανοπλία για τους ευαίσθητους. Συμπλήρωμα και προέκταση, είσαι το τίποτα και το άπαν μου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]