`Πλησίαζαν οι μεγάλες μέρες` - είναι η φράση με την οποία αρχίζει συχνά μια αφήγηση ή ένα διήγημα για τα Χριστούγεννα. Χαρούμενες μέρες των διακοπών, του στολισμένου χριστουγεννιάτικου δέντρου και των αμέτρητων δώρων, τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά. Για τους ενήλικες αυτές οι μέρες είναι πράγματι `μεγάλες`. Δεν είναι πάντα μέρες γλεντιού και ξεγνοιασιάς, συχνά είναι μέρες απολογισμού, ακόμα και αποδοκιμασίας, όταν σε βαραίνουν ιδιαίτερα όσα έχεις κάνει και ακόμα περισσότερο όσα έπρεπε, αλλά δεν μπόρεσες, ή δεν τόλμησες, ή αρνήθηκες να κάνεις. Τους μοναχικούς βαραίνει ακόμα περισσότερο η μοναξιά· τους προδομένους η προδοσία, τους λησμονημένους η λήθη.
Ένα στολισμένο δέντρο σε ξένο παράθυρο, ένα τρυφερό βλέμμα από άγνωστο περαστικό, ή κάποιο χέρι που τυχαία τους αγγίζει μες στο πλήθος μεγαλώνουν μόνο αυτό το βάρος, που συχνά γίνεται δυσβάσταχτο μέσα στο κλασικό χριστουγεννιάτικο σκηνικό: η νύχτα ντυμένη στο κεντημένο με μυριάδες νυφάδες ολόλευκο πέπλο της, τα κάλαντα, οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, το καμπανάκι στο λαιμό του αλόγου, οι καμπάνες της εκκλησίας...
Είναι οι μέρες που οι αποτυχημένοι τρέφουν ιδιαίτερα οξύ φθόνο για τους `τυχερούς` συγγενείς, ή συναδέλφους τους· οι ατάλαντοι, για όσους είναι προικισμένοι με κοφτερό πνεύμα· οι κομπάρσοι, για τους πρωταγωνιστές. Σαν να τους έχουν κλέψει το δικό τους μερίδιο της ζωής, σαν να είναι οι άλλοι υπαίτιοι για την τρομερή τους κατάντια.
Είναι οι μέρες, που για τα παιδιά αρχίζει το παραμύθι και στους μεγάλους αποκαλύπτεται η αλήθεια σε όλη της τη γύμνια.
Μονάχα για τα παιδιά τα Χριστούγεννα έχουν τη μαγική ικανότητα να μετατρέπουν την φτωχή καλύβα σε παραμυθένιο παλάτι. Για τους μεγάλους συχνά τα Χριστούγεννα αποκαλύπτουν έναν άλλο μαγικό καθρέφτη, όπου στο φως των χριστουγεννιάτικων κεριών αντανακλάται ολόκληρη αλυσίδα από φτωχές, ταπεινές καλύβες - μία για κάθε χρόνο της ζωής τους...
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ίσως, γιατί οι μεγάλοι δεν μπορούν να `παραδοθούν`, να `εμπιστευθούν` την περιπέτεια, στην οποία τους παρασύρουν τα μικρά οικεία πλασματάκια, εντός του αόρατου αλλά υπαρκτού και ολοζώντανου κόσμου που τους περιβάλλει. Είναι πολύ δύσκολο γι` αυτούς να `αφεθούν` στο πνεύμα των Χριστουγέννων. Είναι εκείνο το παράξενο πνεύμα των Χριστουγέννων που μας παρασύρει να κάνουμε μέσα σε μια νύχτα όσα δεν τολμήσαμε όλο το χρόνο. Είναι το πνεύμα που σαν ξεναγός μας οδηγεί σ` εκείνο το μέρος, όπου μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο οι πιο μύχιες, οι πιο κρυφές επιθυμίες, και όπου όλοι μας φοβούμενοι την ίδια μας τη συνείδηση, τρομάζουμε να βρεθούμε. Είναι η μοναδική ελπίδα αλλά και η πιο πιθανή απογοήτευση. Ένα όριο, που από μας τους ίδιους εξαρτάται αν θα εξελιχθεί σε μια νέα αρχή μέσα στη μοναδική σ` ολόκληρο το χρόνο μαγική νύχτα των Χριστουγέννων.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]