Λένε ότι
ο βασιλιάς της Αιγύπτου
Ραμψίνιτος είχε τέτοια
αμύθητα πλούτη σε ασήμι, ώστε
κανείς από τους διαδόχους του
δεν κατόρθωσε
όχι μόνο να τον ξεπεράσει,
αλλά ούτε καν να τον πλησιάσει
στον τομέα αυτόν.
Και επειδή ήθελε
ν` ασφαλίσει
τους θησαυρούς του,
διέταξε να χτίσουν
ένα πέτρινο οικοδόμημα,
του οποίου ο ένας τοίχος
θα ήταν κοινός με το έξω
μέρος του ανακτόρου του.
Εκείνος, όμως,
που ανέλαβε τις εργασίες
επιβουλευόταν
τους θησαυρούς
και σκαρφίστηκε
το εξής: τοποθέτησε μία από τις πέτρες
του τοίχου έτσι, ώστε
να μπορεί εύκολα
να μετακινηθεί
όχι μόνο από δύο ανθρώπους
αλλά ακόμα κι από έναν.
Μόλις, λοιπόν,
αποπερατώθηκε το οικοδόμημα,
ο βασιλιάς
μετέφερε μέσα εκεί
τους θησαυρούς του·
τα χρόνια κύλησαν
και ο οικοδόμος,
που είχε φτάσει πια
στα τελευταία του,
καλεί τα παιδιά του (διότι
είχε δύο)
και τους διηγείται
πώς, προνοώντας
για το μέλλον τους
και προκειμένου να τους
εξασφαλίσει
μια ζωή άνετη και πλούσια,
έκανε το τέχνασμα
τότε που έχτιζε
το θησαυροφυλάκιο
του βασιλιά·
τους εξήγησε
με κάθε λεπτομέρεια όλα τα
σχετικά με την μετακίνηση
της πέτρας,
τους έδωσε τα μέτρα της
και τους είπε ότι,
εάν τηρήσουν επιμελώς
τα λεγόμενά του,
θα γίνουν αυτοί οι ταμίες
του βασιλικού θησαυρού! [...]
"Ηροδότου Ιστορίαι": "Κλειώ" (Βιβλίο Α`), § 29-33