«Yet here’s a spot. Out, damned spot! Out, I say!», ψιθυρίζει η Λαίδη Μάκβεθ, τρίβοντας τα χέρια της μέσα στον ύπνο της, στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. «Εδώ υπάρχει ένας λεκές. Φύγε, λεκέ καταραμένε! Φύγε, σου λέω!», ψελλίζει, αλλά ο λεκές του αίματος δεν φεύγει. Αν και διάφανος. Λες και είναι ανεξίτηλος. Στο χρόνο, στη μνήμη, στην καρδιά. Μια στιγμή - ή μια ζωή (;) - αρκεί. Μια αιτία. Κι ένα χέρι. Για να γίνει ο αιμάτινος λεκές ανεξίτηλος. Στο χρόνο, στη μνήμη, στην καρδιά. Στη διάφανη θήκη. Τη δική του. Των αποδείξεων. Μια στιγμή - μια ολόκληρη ζωή - αρκεί. Μια αιτία. Κι ένας πυροβολισμός. Πραγματικός. Συμβολικός. Ποιος το ξέρει, πριν σηκώσει το περίστροφο; Ποιος υποψιάζεται τον εαυτό του ως ικανό, πιθανό δράστη; Οι συγκεκριμένοι ήρωες, όχι. Ή μήπως ναι;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]