Η ΚΟΛΥΜΒΗΤΡΙΑ
Πέφτει στα νερά.
Με ωραιότητα ελευθερία επιβάλλει,
πίσω αφήνοντας τα ελαφρά ήθη λουομένων.
Μα η στεριά την περιμένει και καλεί.
Θα επιστρέψει με μοίρα σπαθόχορτου,
ανάμεσα λίθο και λίθο να ισορροπεί.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗ
Δεν ξεχωρίζω πρόσωπο.
Θέτω το χέρι στον ώμο.
Το ίδιο και η άλλη μορφή.
Σκοτάδι και άμμος ραπίζουν
το μοιραίο άγγιγμα.
ΧΩΡΙΣ ΑΚΡΟΑΤΗ
Τριγύρω ο τόπος κόκκινος.
Στέκει σε ρίζα φωτιάς
Ιουλιέττα ολέθρου.
Τείνει χέρι στο κενό
λες και πιέζει το κακό
να χαμηλώσει να συρθεί
στη βακτηρία γέροντα πατέρα.
Τι την οδήγησε ως εδώ
όπου λιθοβολεί τον εαυτό του ο κόσμος;
Της εγκαρτέρησης κατάκλειστη
στο πιάνο παίζει, το ελάχιστο,
το χάος να διεγείρει.
ΠΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΝ
Έχοντας περπατήσει επί των υδάτων
δεν υπάρχει επιστροφή.
Χάθηκαν τα νερά.