Θέλω τη μέρα που θα φύγεις απ` το πρωί να μου γελάς... (Στίχοι του Οδυσσέα Ιωάννου)
Και συ, σε μια κόχη, κάνεις πρόβες αποχαιρετισμού. Αποχαιρετισμού απ` όσα ελπίζεις, απ` όσα αγαπάς, απ` όσα πληγώνεις· από τη ζωή την ίδια. Όλη μέρα με μια κούπα καφέ και τα τσιγάρα σου, που το πακέτο του παραπέμπει σε πένθιμο τοιχοκόλλημα. Η ψυχική κόπωση να υπερσκελίζει τη σωματική. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μέρα τη μέρα να γίνονται εντονότεροι. Νοσηρές σκέψεις, νοσηρός νους: αθεράπευτος. Ένα κουβάρι μπερδεμένο η ζωή σου. Μια πίκρα μες στα μάτια σου, με αναλαμπές που όλο και λιγοστεύουν. Τρενάκι αναποδογυρισμένο η καρδιά σου, ξεχασμένη σαν κάθε χαλασμένο παιχνίδι. Μόνο μια άσπρη κόλα, λες, σε μαγνητίζει· και γράφεις, γράφεις ασταμάτητα. Ίσως ασυνάρτητα, ίσως μόνο για σένα, ίσως...