Αθήνα, 28η Οκτωβρίου του 1940. Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εφέδρους. Αυτοί, οι κλάσεις του 1929 και πέρα, ξεχύθηκαν στις πόλεις ψάχνοντας να βρουν τις ανακοινώσεις της επιστράτευσης στα αστυνομικά τμήματα. Μετά, αφού μάθαιναν τον προορισμό τους και το χρονικό περιθώριο που είχαν για να παρουσιαστούν, έτρεχαν προς τους σταθμούς των τραίνων, πολιορκούσαν τους συρμούς που έφευγαν αδιάκοπα, ασφυκτικά γεμάτοι από το ανθρώπινο φορτίο τους, προς την Λάρισα ή προς την Πάτρα. Ήταν παράξενο πράγμα οι έφεδροι. Πολίτες ακόμα, εργάτες, μαστόροι, τεχνίτες, λογιστές, δάσκαλοι, σερβιτόροι, βαστάζοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, ό,τι τέλος πάντων μία κοινωνία του εικοστού αιώνα, αποδίδει στους ανθρώπους ως παραγωγική και κοινωνική ιδιότητα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πολεμιστές. (. . .) Δεν είχαν σκοτώσει ποτέ στη ζωή τους, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν τους είχε περάσει ποτέ από τον νου ο θάνατος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευγαν όμως βιαστικά από τον κόσμο που ως τότε γνώριζαν, για να προλάβουν έναν άλλο, στον οποίο η κύρια φροντίδα τους θα ήταν να σκοτώσουν - αντάμα και η πιθανότητα να σκοτωθούν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]