Μια παγερή και σκοτεινή μέρα του φθινοπώρου, του 1538, συνέβηκαν στην Αγγλία, μεταξύ άλλων, και τα εξής δύο περιστατικά: στο Λονδίνο γινόταν μεγάλος αναβρασμός γιατί στα ανάκτορα του Ουεστμίνστερ είχε γεννηθεί ο προ πολλού αναμενόμενος διάδοχος του θρόνου Εδουάρδος Τυδώρ γιος του Ερρίκου 8ου, και της τρίτης γυναίκας του Ιωάννας Σέϋμουρ.
Τούτο λοιπόν ήταν το ένα γεγονός. Το άλλο, ήταν κάπως παρόμοιο, αλλά από άλλη πλευρά πολύ διαφορετικό.
Στο άθλιο προάστιο Όφαλ Κορτ, σ` ένα φτωχόσπιτο, ήρθε επίσης στον κόσμο, ένα άλλο παιδί, που η γέννησή σου πέρασε απαρατήρητη για τον πολύ κόσμο. Οι μόνοι που πρόσεξαν το περιστατικό, ήταν οι γονείς του μικρού.
Καταριόταν το σύμπαν ο γονιός του νεογέννητου, ο Τζων Κάντυ, που ήταν ζητιάνος, και ανήκε μάλιστα στο αναγνωρισμένο σωματείο των ζητιάνων.
Ανάλογα λοιπόν με τις επαγγελματικές συνήθειές του, αλλά και σαν άξιος οικογενειάρχης πολυμελέστατης οικογένειας, χειροτονούσε επί πολλές μέρες τη γυναίκα του, σαν να ήταν αυτή υπεύθυνη γιατί προστέθηκε στην οικογένεια ένα ακόμα στόμα. Εν τούτοις δεν παρέλειψε ο Τζων Κάντυ τα δυο θεμελιώδη καθήκοντά του. Βάφτισε το παιδί και τ` ονόμασε Τομ, και παράλληλα φρόντισε να το προικίσει από πολύ μικρή ηλικία με "επάγγελμα". Τον έκαμε κι αυτόν ζητιάνο. Μολονότι, επαγγελματίας, ο μικρός δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Το μερίδιό του στη ζωή δεν ήταν μόνο περιφρόνηση και πείνα, αλλά και μεγάλη κακομεταχείριση.
Στο μεταξύ, μεγάλωσε και ο πρίγκιπας μέσα στα ανάκτορα, με νταντάδες, με περιποιήσεις, με παιδαγωγούς, αλλά δίχως πραγματική στοργή. Μαρτύριο για τον μικρό Εδουάρδο ήταν οι ώρες των σπουδών, ενώ αντίστροφα ο Τομ, εξοικονομούσε ώρες κι έτρεχε να μάθει γράμματα, με δάσκαλο, καλόβολο, έναν παπά. Εκτός από την ωραία αυτή απασχόληση ο Τομ, είχε κι έναν άλλο τρόπο να γλυκαίνει το βάσανο της ζωής του. Προικισμένος με ζωηρή φαντασία, ζούσε σαν να ήταν πραγματικά τα ρομάντζα που διάβαζε, και σιγά-σιγά συνήθιζε να ξεφεύγει σ` ένα ονειρευτό βασίλειο, όπου βασιλόπουλο, ήταν φυσικά αυτός ο ίδιος.
Μια μέρα ζητιανεύοντας, ξεμάκρυνε από τις άθλιες συνοικίες, περιπλανήθηκε στο Λονδίνο, και δίχως να το καταλάβει βρέθηκε μπρος στα ανάκτορα.
Μαγνητισμένος από το απροσδόκητο όραμα, πλησίασε στις Μεγάλες Πύλες, και περιεργαζόταν το θαυμάσιο κήπο. Ένας από τους φρουρούς όμως, αντιλήφθηκε το μικρό ζητιάνο, και αφού τον ξυλοφόρτωσε καλά-καλά, τον άρπαξε και τον πέταξε έξω. Η φασαρία κίνησε την προσοχή του Εδουάρδου, που έτρεξε να μαλώνει το φρουρό, και να προστατεύσει το ζητιανάκι.
Ο φρουρός τότε ξαναγύρισε στη θέση του, ενώ οι γκουβερνάντες, απασχολημένες με τα δικά τους, δεν πρόσεξαν πως τους ξέφυγε το πριγκιπόπουλο.
Στο μεταξύ ο Εδουάρδος κι ο Τομ, προχωρώντας μέσα στους ανακτορικούς κήπους ανέβηκαν στο παλάτι και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τους:
- Είσαι αληθινό βασιλόπουλο;...
- Ναι! Υπάρχουν μήπως και ψεύτικα;
- Εμένα με λένε Τομ!
- Και μένα με λένε Εδουάρδο! Τι είσαι;
- Εγώ; Ζητιανάκι.
- Τι θα πει αυτό;
Του εξήγησε το Τομ κι ο άλλος άρχισε να τον θαυμάζει.
Ώστε σε αφήνουν και τρέχεις όπου θέλεις, και μόνο το βράδυ γυρνάς στο σπίτι σου;
Τέτοια ευτυχία, ούτε την φαντάστηκε ποτέ το βασιλόπουλο, που άρχισε να ζηλεύει ως και τα κουρέλια του Τομ.
- Αλλάζουμε τα ρούχα μας;... Πρότεινε ο Εδουάρδος, και φυσικά ο Τομ, δεν είχε λόγο ν` αρνηθεί. Μόνο που προειδοποίησε πως με τέτοια κουρέλια τρώει κανείς πολύ λίγο φαΐ, και... περισσότερο ξύλο.
- Αλήθεια; Υπάρχουν άνθρωποι που σε δέρνουν;...
- Αμέ! Ως και ο στρατιώτης σου στην εξώπορτά σου, λίγο πριν έρθεις!
Μόλις το άκουσε αυτό ο Εδουάρδος έτρεξε να διατάξει να τιμωρήσουν το φρουρό που έδειρε το φίλο του. Οι φρουροί όμως τον πήραν για πραγματικό ζητιάνο και τον πέταξαν βάναυσα έξω από την Πύλη. [...]