Βάζοντας τη συνείδησή του πάνω από την υπόληψή του, ο Ανδρέας Λασκαράτος καθιέρωνε με τον πιο σαφή και αμετάκλητο τρόπο την ιεραρχία των αξιών του. Καμιά παραχώρηση δεν έκανε σε κανέναν, μεγάλη ή μικρή, και τίποτε δεν θυσίαζε για να αναγνωρισθεί σαν `Κάποιος`. Σε `εταιρείες αμοιβαίου θαυμασμού` δεν εγράφτηκε ποτέ κι έτσι τις υπερασπιζότανε με πάθος. Το έκανε με μια γλώσσα ιδιαίτερη, δική του, που μπορεί να μην ακουγότανε ελληνικά σωστή, ήτανε όμως απροσποίητη, συνακόλουθη της άμεσης αντίδρασής του για όσα γύρω του συμβαίνανε. Τα γεγονότα τα αξιολογούσε καθαυτά και προσπαθούσε, όσο αυτό ήταν εφικτό, να μην ανακατεύει τις κρίσεις με τις πράξεις. Απέρριπτε τους πολιτικούς ελιγμούς - που κάποτε ήταν και αναγκαίοι - γιατί η ευθύτητά του αποστρεφότανε ο,τιδήποτε πλάγιο. Κατάγγελνε την αμάθεια και την μισαλλοδοξία και δεν ελύγιζε μπροστά στις ατιμίες και τις καταδιώξεις με τις όποιες, διάφοροι, άγνωστοί μας σήμερα, προσπαθούσανε να τον βλάψουνε. Έφυγε προσβλέποντας στο μέλλον.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]