«Για να καταλάβεις την Πόλη, πρέπει να περπατήσεις. Όχι τραμ. Όχι ταξί. Οι ομορφιές της Πόλης δεν είναι φανερές στα μάτια του βιαστικού διαβάτη. Δεν βρίσκονται πάντοτε στην οριζόντια προέκταση της οπτικής ακτίνας. Δεν μιλάνε. Δεν φωνάζουν: ``Εδώ είμαι. Στάσου να με ιδείς``. Όχι. Οι ομορφιές της Πόλης είναι διακριτικές, κρυμμένες στα πιο απίθανα μέρη, πονηρότατα ντυμένες, πολλές φορές, με τα κουρέλια της ασκήμιας και της αθλιότητας. Πρέπει λοιπόν να περπατήσεις, να περπατήσεις. Το μάτι σου πρέπει να είναι ερευνητικό, ανήσυχο. Η νοημοσύνη σου ακονισμένη σαν ξυράφι. Η ψυχή σου σε συναγερμό. Η ευαισθησία σου να δονείται. Οι ιστορικές σου γνώσεις, πάντοτε εν επιφυλακή, να εξάπτουν τη φαντασία σου. Και να περπατάς. Να περπατάς ώσπου να μη νιώθεις τα πόδια σου απ` την κούραση. Ωσότου η ψυχή σου κορεσθεί από εικόνες, το μυαλό σου από στοχασμούς. Και τότε, όταν νιώσεις πως η αφομοιωτική σου ικανότητα άγγιξε το μέγιστο της απόδοσής της, τότε να καθίσεις στο υπαίθριο καφενεδάκι της πρώτης πλατειούλας που θα συναπαντήσεις. Να παραγγείλεις καφέ και ναργιλέ. Να αφήσεις την εσπερινή επίκληση του μουεζίνη να σε διαποτίσει με τη νωχελική γοητεία της. Να ευφρανθείς με το θρόισμα του αποσπερνού ανέμου στα φύλλα των πλατάνων. Να δεχθείς το γαληνεμένο λουτρό των δειλινών φωτοσκιάσεων. Να βυθισθείς στην ευδαιμονία της άνοιας. Και να μεταρσιωθείς. Και να εξαϋλωθείς».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]