Όσο ο άνθρωπος βυθίζεται στο διαλογισμό και διακατέχεται από την κυριαρχία της σκέψης, τόσο εμπλέκεται στον αγνωστικισμό, αισθάνεται να τον περιτριγυρίζουν αγέννητες σκιές, νιώθει να περισφίγγεται γύρω του ο κλοιός της αγωνίας για τα αναπάντητα ερωτήματα, που όλο και πληθαίνουν, που όλο και πιο επίμονα ζητούν απόκριση, για να προσκρούσουν στο τείχος της σιωπής. Και μέσα σ` αυτόν τον αγωνιώδη δαίδαλο των αναπόκριτων αποριών, ο ποιητής αισθάνεται την επιθυμία να μιλήσει, να πει, να διαλαλήσει, μα κάποτε νιώθει τη φωνή του αδύναμη, ανήμπορη, πνιγμένη μέσα στο στρόβιλο των ίδιων του των δισταγμών, `μες στην επιθυμία την ανεκλάλητη`, και τότε αντί για φωνή, βγαίνει ο αγχώδης στεναγμός της απόγνωσης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]