Αφετηρία για την πιο συστηματική και επιμελημένη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη αποτελεί η βασική προϋπόθεση ότι τα έργα του θα πρέπει να τα εντάσσουμε πάντα σε μια από τις τρεις περιόδους της ζωής του. Η ένταξη αυτή ανάγει ταυτόχρονα το συγγραφικό έργο του φιλοσόφου σε τρεις βασικές κατηγορίες: α. στα έργα εκλαϊκευτικού χαρακτήρα, τα οποία δημοσίευσε ο ίδιος, β. στις σημειώσεις και συλλογές υλικού που προορίζονταν για επιστημονικές πραγματείες και γ. στα ίδια τα επιστημονικά έργα. Βάσει αυτού του πλαισίου τα αποσπάσματα του απολεσθέντος αριστοτελικού έργου Συμπόσιον ή Περί μέθης, το οποίο σύμφωνα με τη σχετική έρευνα ενδεχομένως δεν ανήκει στον κατάλογο των γνήσιων έργων του Αριστοτέλη, εντάσσονται στην πρώιμη περίοδο της φιλοσοφικής του δραστηριότητας (367-347) και ειδικότερα στα χρόνια της Ακαδημίας. Το έργο αυτό φαίνεται ότι περιλαμβανόταν σ` έναν από τους παλαιότερους καταλόγους, που ανήκε στο Διογένη Λαέρτιο (αρχές του 3°° αιώνα μ.Χ.), βάσει του οποίου έγινε και η κατάταξη των αποσπασμάτων. Στον κατάλογο αυτό μεταξύ των δεκαεννέα έργων περιλαμβάνεται και το Συμπόσιον ή Περί μέθης, το οποίο έχει εκλαϊκευτικό χαρακτήρα και είναι γραμμένο σε διαλογική μορφή, κατά το πλατωνικό πρότυπο. Αποσπάσματα του έργου αυτού μνημονεύουν αρχαίοι συγγραφείς, και κατά συνέπεια το παρόν σύγγραμμα υπάγεται στη δοξογραφία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα περισσότερα αποσπάσματα του Περί μέθης παραδίδονται από τον Αθηναίο το σοφιστή στο έργο του Δειπνοσοφισταί, που αποτελεί ένα συμποσιακό διάλογο με ποικίλη ύλη, από παράδοξα και μυθικά φαινόμενα μέχρι ακόμη και συνταγές μαγειρικής. Το παρόν έργο, όπως επιβεβαιώνεται τόσο από τον τίτλο του όσο και από το περιεχόμενό του, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Αριστοτέλης το έγραψε στα νεανικά χρόνια του, όταν ακόμη ανήκε στα μέλη της πλατωνικής σχολής. [...]