Εγώ που δεν τραγούδησα
το βαθύ κόκκινο του ρόδου,
ούτε τραγούδησα
το λυγμό που έχει
το βάθος ενός χαμόγελου
το προφίλ στα τρία τέταρτα,
την κρυμμένη γωνιά
στο μυαλό μου,
τους κόκκινους λεκέδες
στο σεντόνι της θάλασσας
όταν το αεράκι σηκώνει
μία προς μία τις ρυτίδες
του εγκεφάλου μου,
μία προς μία τις προσωπικές μου
απώλειες-μπερντές
που κοκκινίζει
μια στιγμή πριν πάρει φωτιά.
Το ορατό φως.
Τις πέντε αισθήσεις.
Τους εκατόν πέντε κατοίκους της Ηρακλειάς.
Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.
Τις αμέτρητες μπύρες.
Τα μετρημένα καμπάρι
μέσα από τις ανταύγειες τους.
Μια βαλίτσα, ένα καπέλο
κι ένα διαζύγιο.
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ.
Ένα διαζύγιο
και πάμπολλες ομπρέλες.
Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι.
Θέλω να βλέπω τη φέτα
του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει
σε αντιστοιχία με τη δική σας
τακτοποιημένη απόλαυση. (...)