"Ποτέ" αποκρίθηκαν. "Κανείς απ` την οικογένεια δεν έμεινε ποτέ εδώ".
"Ναί;" είπα· "και πώς είναι δυνατόν; Το μέρος φαίνεται θαυμάσιο".
"Έξοχο" συμφώνησε η γυναίκα του επιστάτη· "μόνο που ο πύργος είναι στοιχειωμένος".
Το είπε με μια τέτοια σοβαρότητα που μ` έκανε να γελάσω. Τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν πάνω μου με μεγάλη έκπληξη.
"Συγχωρέστε με" είπα, "αλλά ίσως γνωρίζετε ότι στις μεγάλες πόλεις, όπου συνήθως ζω, δεν υπάρχουν φαντάσματα".
"Ναί;" έκαναν. "Δεν υπάρχουν φαντάσματα;"
"Ή τουλάχιστον" είπα, "δεν άκουσα ποτέ για κανένα· κι εξάλλου δεν πιστεύουμε σε τέτοια πράγματα".
Κοιτάχτηκαν έκπληκτοι, όμως δεν είπαν τίποτε· δε φαίνονταν να τους πολυενδιαφέρει να με πείσουν. "Μα θέλετε να πείτε" συνέχισα, "ότι αυτός είναι ο λόγος που δε μένουν εδώ οι οικοδεσπότες κι ότι γι` αυτό έχουν εγκαταλείψει το κάστρο;"
"Μάλιστα" μου αποκρίθηκαν, "αυτός είναι ο λόγος που το κάστρο μένει ακατοίκητο εδώ και πολλά χρόνια".
"Κι εσείς πώς ζείτε;"
"Σ` αυτό το μέρος του σπιτιού δε μας ενοχλούν. Ακούμε διάφορους θορύβους, αλλά έχουμε συνηθίσει".
"Τότε λοιπόν, αν υπάρχει κάποιο φάντασμα, ελπίζω να το δω τουλάχιστον" είπα.
"Θεός φυλάξοι!" έκανε η γυναίκα του επιστάτη και σταυροκοπήθηκε.