Γύρω στα είκοσί τους χρόνια, τον καιρό της Κατοχής, επάνω στον ανθό τους, η Άννα και οι φίλοι της ζουν στο Βόλο, παιδιά της αστικής τάξης. Δοκιμάζονται σκληρά. Με ψηλό φρόνημα περνούν μέσα απ` την ίδια τη φωτιά, άλλοι επειδή το διάλεξαν κι άλλοι όχι. Τους παρασέρνει η λαίλαπα σαν τα ξερά φύλλα. Όνειρα, σπουδές, έρωτες, φιλίες, απιστίες μέσα στην τρομοκρατία γίνονται αχταρμάς. Αυτοί που απομένουν μετά το χαλασμό έχουν να γλείφουν τις πληγές τους. Όμως η φυγή δεν είναι λύση. Παρ` όλο τον Εμφύλιο που καραδοκεί, η επιστροφή στις ρίζες, στην πόλη που αγαπήθηκε, αφήνει μια αχτίδα ελπίδας, μολονότι μελαγχολική. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]