- Τι είναι η επίταση;
- Με ποιους μηχανισμούς εκδηλώνεται στη γλώσσα;
- Αφορά όλα τα γλωσσικά στοιχεία;
- Ποια είναι η λειτουργία της κατά τη γλωσσική χρήση;
Σε τέτοια ερωτήματα φιλοδοξεί να δώσει απάντηση αυτή η μελέτη, επιχειρώντας όχι μόνο να ορίσει και να οριοθετήσει το φαινόμενο, αλλά και να μελετήσει διεξοδικά διαφορετικές όψεις του φαινομένου.
Η πρώτη μου επαφή με το θέμα της επίτασης ξεκίνησε ήδη από την περίοδο εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής, η οποία εστίαζε στη μελέτη των πολυλεκτικών συνθέτων του τύπου Ουσιαστικό + Ουσιαστικό. Διαπίστωσα, λοιπόν, τότε ότι ένα μεγάλο μέρος του υλικού μου λ.χ. τύποι όπως ταξίδι-αστραπή, είδηση-βόμβα, αυξήσεις-φωτιά εμφανίζουν μια επιτατική λειτουργία. Εν συνεχεία, η ενασχόλησή μου με λεξιλογικές συνάψεις του τύπου ωκεανός δακρύων, το κρύο της αρκούδας, αγγελική υπομονή, τρελός για δέσιμο, ξεσκίζομαι στο χορό οδήγησε τους προβληματισμούς μου και πάλι γύρω από το ζήτημα της επίτασης.
Τέλος, η μελέτη των ουσιαστικών που δηλώνουν συναίσθημα στάθηκε η αφορμή να διαπιστώσω ότι σε δομές όπως βαθιά λύπη, απύθμενο μίσος, αβυσσαλέο πάθος το επίθετο πέρα από την περιγραφική φέρει και μία επιπλέον επιτατική σημασία, φαινόμενο που παρατηρείται, επίσης, και σε μια σειρά μεταρηματικών επιθέτων σε -τος με το στερητικό πρόθημα α-/αν- λ.χ. απερίγραπτος, απίστευτος σε συνάψεις όπως απερίγραπτη ταλαιπωρία, απίστευτη αντοχή.
Η προσπάθεια εστίασης στα παραπάνω δεδομένα προσέκρουσε στο γεγονός ότι δεν υπήρχε ένας κοινά αποδεκτός ορισμός του τι είναι επίταση ούτε και προηγούμενες αναλύσεις με βάση κάποιο θεωρητικό πλαίσιο που θα επέτρεπαν την έγκυρη, συνεπή και διεξοδική μελέτη της επίτασης. Η προηγούμενη βιβλιογραφία διέθετε ένα σημαντικό αριθμό περιγραφικών μελετών που εστίαζαν σε διαφορετικές εκφάνσεις του φαινομένου θεωρώντας, ωστόσο, αυτονόητη την έννοια της επίτασης.
Το κενό αυτό επιχειρεί να καλύψει η παρούσα μελέτη η οποία στοχεύει αφενός μεν στο να προτείνει έναν ορισμό της επίτασης, αφετέρου να αναλύσει το φαινόμενο υπό το πρίσμα συγκεκριμένων θεωρητικών εργαλείων που θα μπορούσαν να δώσουν επαρκείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]