[...] Οι εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη, πού ακολούθησαν την `περεστρόικα`, απεκάλυψαν και το ρόλο του Βατικανού στην εποχή μας. Φανέρωσαν δηλαδή το αληθινό του πρόσωπο και το αμετάβλητο στην ουσία, αλλά και στίς προθέσεις και επιδιώξεις του. Η ανάμειξή του επίσης και στη Βαλκανική, σε σημείο μάλιστα υπονομεύσεως και κατάφωρης αρνήσεως των εθνικών μας δικαίων, όχι άδικα εξόργισε τον ελληνικό λαό, πού άθελά του έφερε στη μνήμη την παλαιότερη ανθελληνική πολιτική του Παπικού Κράτους, συνειδητοποιώντας, ότι ο θεολογικός Διάλογος μαζί του όχι μόνο δεν άλλαξε τη στάση του, αλλά, όπως απεδείχθη, λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων του.
Η ανάμειξη του Βατικανού στα πράγματα της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλκανικής και ο συγκαλυπτόμενος με τον θρησκευτικό μανδύα επεκτατισμός του έχουν αποσαφηνισθεί με κάθε λεπτομέρεια
από τον διεθνή Τύπο και τα άλλα μέσα μαζικής ενημερώσεως, ώστε να μη μένει πια καμιά αμφιβολία. Σ` αυτήν όμως την ανοίκεια για ένα χώρο, πού διεκδικεί τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, δραστηριότητα κυριαρχεί ένας όρος, πού προκάλεσε την περιέργεια των αγνοούντων και την αγανάκτηση των εχόντων σαφή γνώση της ουσίας του Βατικανού και των μεθοδειών του. Πρόκειται για το όνομα `ΟΥΝΙΑ`. Δεν ήσαν λίγοι εκείνοι στον τόπο μας, πού αγνοούσαν όχι μόνο την δράση της, αλλά και αυτό το όνομα της. Και τούτο, διότι στη Χώρα μας -είναι γεγονός- δεν έχει δοθεί η ευκαιρία στην Ουνία να αναπτύξει δραστηριότητα, ανάλογη με εκείνη, πού αναπτύσσει στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Μ. Ανατολής.
Την ουσία της Ουνίας, και κυρίως τη δράση του Βατικανού (και) μέσω αυτής, θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε στα επόμενα. Δεν θα επιμείνουμε τόσο στη καταγραφή γεγονότων ή στην ανάλυσή τους, αλλά θα επιχειρήσουμε μια διάγνωση μέσα από τα γεγονότα και όχι μόνο στη συγχρονία, αλλά και τη διαχρονία τους. Βέβαια, είναι ανάγκη να τονισθεί, ότι στο διάστημα του μεσοπολέμου η Ουνία είχε απασχολήσει και την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και τη Δικαιοσύνη, και γι` αυτά μπορεί κανείς να συμβουλευθεί τη παρατιθεμένη στο τέλος βιβλιογραφία. Η σημερινή όμως ανάδυσή της στο προσκήνιο, πού συμπίπτει με την εποχή του θεολογικού Διαλόγου μας με τη `Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία`, ανοίγει μια πολύ ενδιαφέρουσα προοπτική, μέσα από την οποία μπορεί να επανεκτιμηθεί και αυτός ο θεολογικός Διάλογος και η σκοπιμότητά του. [. . .]