. . . Καμιά γυναίκα δεν έβγαινε στις Κυδωνίες χωρίς να είναι στολισμένη με τα χρυσαφικά της, δείγμα της οικονομικής κατάστασης του άντρα της. Και οι φτωχές φορούσαν τη χοντρή τους αλυσίδα και τα δακτυλίδια τους και τα σκουλαρίκια τους. . . Μας φώναζαν πρό-σφίγγες, τουρκόσπορους, ακρίδες, συμμαζώματα. Μας πετούσαν τα παιδιά τους πέτρες και μας γάβγιζαν τα σκυλιά τους στα στενοσόκακα. . . Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μαζευόμαστε όλοι μαζί και κλαίγαμε. Καλοτυχίζαμε τους πεθαμένους μας. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]