«Τους πήραν τους άλλους, πήγαν εκεί κάτω και ανεστάλη η διαταγή. Ανεστάλη. Ξαναγύρισαν αργότερα, είκοσι έξι άνθρωποι αδειασμένοι απ’ τον φόβο τους. Γιατί είχαν καταλάβει ότι επρόκειτο για τέτοια δουλειά. Και τους εκτέλεσαν λίγο μετά. Ημέρα Πέμπτη. Τετάρτη προς Πέμπτη. Ήρθαν βράδυ, τάχα να χωρίσουν τους βαρυποινίτες. Εμάς μας κόψαν τα σημάδια. Διάλεξαν αυτούς που ήθελαν. Ε, λένε, τους άλλους αύριο. Τους κανονίζουμε αύριο. Αργότερα έφεραν και έναν που τον είχαν στο νοσοκομείο. Τον άφησαν και διανυκτέρευσε. Ως τις τέσσερις το πρωί που τους μαζέψανε έξω. Τους δέσανε με καλώδια. Φωνή, κακό. Πού μας πάτε, χωρίς ανάκριση. Ο μακαρίτης ο Ρούμελης. Υποσχεθήκανε να μην πειράξουν κανένα και σκότωναν τον κόσμο μετά. Είχαν και κορίτσια διαλέξει. Η Αλεξάνδρα Μποΐνη. Την άκουσα. Άκουσα τη φωνή της μέσα στην νύχτα. Καταριόταν».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]