Όποιος διαβάζει με προσοχή την Οδύσσεια αισθάνεται τη μεγάλη απόσταση χώρου και χρόνου από το κείμενό της. Παρά ταύτα, σιγά σιγά αναδύεται η συναίσθηση ότι το ποίημα, ταξιδεύοντας, έρχεται και φεύγει, πλησιάζει και απομακρύνεται, χαμογελώντας άλλοτε με συμπάθεια και άλλοτε με ειρωνεία. Το σημαντικότερο μεταφραστικό πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με τη μεταρρύθμιση του πρωτότυπου ρυθμού, που είναι συνάμα σταθερός και εναλλασσόμενος. Η σταθερότητα επιβάλλεται από τη συνέχεια της επικής αφήγησης, μετρημένης σε δαχτυλικό εξάμετρο από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Μοιάζοντας με τεράστιο φίδι που, καθώς εξελίσσεται, ποτέ και πουθενά δεν αλλάζει αρθρωτικό σχήμα. Όμως οι, απρόβλεπτοι πολλές φορές, ελιγμοί που παραλλάσσουν τον εξωτερικό σε εσωτερικό τώρα ρυθμό, καθώς η κίνηση του αφηγηματικού λόγου αλλού επιβραδύνεται, προσώρας αναστέλλεται. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός του έπους αναζητούσε τη δική του ελευθέρωση, κι έτσι προέκυψε ο απελεύθερος στίχος της μετάφρασης. Ο αναγνώστης πιάνει στα χέρια του τώρα μια μετάφραση αυτόνομη· δίχως την υποστήριξη του πρωτότυπου κειμένου και των Επιλεγομένων, που κι αυτά με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν και κυκλοφορούν σε χωριστό τόμο. Συνάμα διαβάζει μια μετάφραση επιδιορθωμένη, αλλού στα κρυφά, αλλού πιο φανερά. Ψάχνοντας, όπως λέμε, την οριστική μορφή της - όνειρο άπιαστο, παρήγορο όμως και ενθαρρυντικό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]