Όταν εμφανίστηκε η Ολυμπιάδα, όλοι θαύμασαν την καινούρια βασίλισσα· ήταν καταστόλιστη με χρυσάφια
και φορούσε χρυσοπράσινο ιμάτιο, υφασμένο με ασημοκλωστή. Το αγέρωχο παράστημα και η μεγαλόπρεπη θωριά της είχαν κάτι το επιβλητικό.
Έτσι, όταν ο Φίλιππος παρουσίασε στο πλήθος ένα χρυσό στεφάνι και το απόθεσε τελετουργικά στο κεφάλι της, οι παριστάμενοι θριαμβολόγησαν ώρα πολλή.
Ύστερα, ο Φίλιππος έβαλε την Ολυμπιάδα να καθίσει δίπλα του στο θρόνο. Εκείνη ένιωθε αγαλλίαση. Βασίλισσα... Επιτέλους, βασίλισσα! Η προφητεία του μαντείου έπαιρνε σάρκα και οστά. Η μέθη από το ανέβασμα στο θρόνο ήταν πολύ μεγάλη. Αισθανόταν ν` ανυψώνεται πέρα από τη μοίρα μιας κοινής θνητής, όπως ένιωθε πάνω από τη λαοθάλασσα όπου δέσποζε αυτή τη στιγμή.
Με την αίγλη της βασιλικής της πια ιδιότητας, ένιωθε απρόσιτη. Η εξουσία ήταν δυνατό κρασί, παρόμοιο με το νέκταρ, που προοριζόταν μόνον για θεούς...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]