Το 1956 ο Μπέκετ γράφει το έργο Όλοι εκείνοι που πέφτουν, ένα ραδιοφωνικό έργο που γράφτηκε για το BBC. Δύο ηλικιωμένοι άνθρωποι, η Μάντυ Ρώνεϋ και ο άντρας της, ο τυφλός Νταν, επιστρέφουν από τον σταθμό στο σπίτι τους. Στη διαδρομή συνέχεια σκοντάφτουν, πέφτουν, μιλούν για ασήμαντα πράγματα και πάντα σέρνουν τα κουρασμένα τους βήματα. Γαντζωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον προσπαθούν να βρουν ένα μικρό φως από χαρά στη σκέψη πως τους περιμένει το φτωχικό τους δωμάτιο, το τζάκι με τη φωτιά, και οι έξι πένες για να περάσουν την ημέρα τους.
Στο Ω, οι ωραίες μέρες η πρωταγωνίστρια είναι θαμμένη μέχρι τη μέση –και όσο περνά η ώρα μέχρι τον λαιμό– κάτω από έναν λόφο κομένου χόρτου, που συμβολίζει τον θάνατο. Η αισιοδοξία της δεν είναι αρετή – είναι στοιχείο που την τυφλώνει μπρος στην αλήθεια της κατάστασής της. Η «τελευταία στιγμή» είναι η μοναδική της βεβαιότητα που την υποδέχεται τραγουδώντας, σαν μια ποιητική τελετουργία της ανθρώπινης μεγαλοπρέπειας.
Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα. Ο άνθρωπος είναι μπροστά σε έναν καθρέφτη, αλλά ο καθρέφτης δεν αντανακλά το πρόσωπό του.του. Μπέκετ
Ο Μπέκετ είναι κατ’ ουσίαν τραγικός· τραγικός γιατί ακριβώς στα έργα του είναι πανανθρώπινα Άνθρωπος, που παρουσιάζεται σαν θεωρημένη μορφή και όχι ο άνθρωπος μιας τάδε κοινωνίας ή μιας τάδε τάξεως, ούτε ο άνθρωπος που προσδιορίζεται από μια ιδεολογία. Ιονέσκο
Ο αριστοτελικός ορισμός υπάρχει εδώ. Ο Μπέκετ αρνείται στα πρόσωπά του και στη σκηνή του τα εξωτερικά στοιχεία της τραγωδίας. Μα μένει εκεί ο ίδιος ο άνθρωπος, τραγικός, κι ο θεατής θα βρει μέσα απ’ αυτόν, σαν μέσ’ από καθρέφτη, το ίδιο του το πρόσωπο. Bernard Dort