Άκρη του βράχου και γκρεμούς πολλούς/
μες στην αγάπη έζησα/
φώτα μοναχικά/
παράξενα/
σαν πλοία/
και ουρλιαχτά άλλων καιρών γίνανε ψίθυροι/
στα χέρια μας χώμα πικρό/
από βροχή ή από δάκρυα/
την ώρα που ξοδεύονται στα μάτια μας τα όνειρα/
του κόσμου η πίσω πόρτα μένει ξεκλείδωτη/
όμως κανείς δε βρίσκει πέλαγο αταξίδευτο/
και τα πουλιά πεθαίνουν από πλήξη ή νοσταλγία. (από τη σελ. 41 του βιβλίου)