« ... ξαναπιάνω το καμάκι που έχει καρφωθεί σ` ένα στρώμα από κοράλια, και καθώς τραβάω δυνατά για να το βγάλω, το κοράλι κάνει πλαφ και σπάει. Ανοίγει σαν να ήταν πήλινο τσουκάλι, και τι βλέπω, μια τρομερή λάμψη, μια στοίβα χρυσά νομίσματα, χείμαρρος, να κυλάνε το ένα πάνω απ` το άλλο. Σου φαίνεται απίστευτο, ε; Μόλις τα είδα, βγήκα έξω να πάρω ανάσα κι όταν ξανακατέβηκα, έχωσα στο σακί μόνο τα νομίσματα. Άφησα τα ψάρια για την άλλη μέρα. Ναι, στην αρχή μάζεψα πενήντα και κάτι. Ναι, τόσα σε μέγεθος, αχά, και το ίδιο απόγευμα έβγαλα και τα υπόλοιπα, σύνολο ογδόντα δυο. Ναι, όλα τα ίδια. Φυσικά, πήγα κι έμαθα αμέσως. Εδώ, στην Κούβα, η τράπεζα πληρώνει ένα τσουβάλι δολάρια, πάνω από πέντε χιλιάδες το καθένα, όμως έξω μπορεί να πιάσουν περισσότερα. Ναι, πούλησα ήδη μερικά. Τι είπες; Φυσικά κορίτσι μου! Εσύ κι εγώ μπορούμε να κάνουμε βαρβάτες μπίζνες.» Ο Τόνι Σάντα Κρους είναι βουτηχτής και κερδίζει πολλά χρήματα, ψαρεύοντας παράνομα στο θαλάσσιο βυθό της Αβάνας. Μια μέρα, όμως, η ψαριά κρύβει τη μεγάλη έκπληξη: ανακαλύπτει ογδόντα δύο χρυσά νομίσματα από την εποχή του Φιλίππου Γ` της Ισπανίας. Πλησιάζει έτσι το μεγάλο του όνειρο: να φύγει για τις Η.Π.Α. μαζί με την πολυαγαπημένη του μαμά ... Η Μάργκαρετ Γκέιλορντ είναι μια αδίστακτη τυχοδιώκτρια. Τα δίχτυα της, αυτή τη φορά, έχουν πιάσει το μεγάλο ψάρι: τον Τόνι και τα χρυσά του νομίσματα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]