Η πατρίδα της ήταν η πιο όμορφη πολιτεία του κόσμου. Κι ο παππούς της είχε μια βάρκα βαμμένη στα γαλάζια και τα λευκά. Ο Φοίβος ήταν ο πιο καλός της φίλος - μαζί διαβάζαν τα πιο όμορφα βιβλία, μαζί και στο ψάρεμα, μαζί και στο σπιτάκι της δεσποσύνης Μελπομένης, να τη βλέπουνε να κάθεται απέναντι στον παππού και να θυμούνται οι δυο τους την παλιά τους αγάπη. Μια όμορφη ζωή. Κι εκείνες οι Κυριακές ήταν όμορφες· ηλιόλουστες. Πως έγινε και τώρα λες και τις σκιάζουν μαύρα σύννεφα; Ιστορίες τρυφερές και γεμάτες νοσταλγία, μα και με την πίστη πως ό,τι αγαπήσαμε ποτέ δε χάνεται. . . ίσως μάλιστα κάποια στιγμή να ξαναγίνει δικό μας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]