Εξακολούθησε: Ζητούσα πέρα από μένα, πέρα από σένα, αυτό που είναι άπειρο, αυτό που μένει άπειρο. Γυρεύω το μάκρος και το πλάτος. Το ύψος και το βάθος εκείνου που δεν σχηματίζεται, δεν αγγίζεται, δεν κρατιέται. Είμαι μια φλόγα μ` ένταση που καταπίνει το σκοτάδι και χάνεται και σβήνεται στην ένταση. Προσπαθώ να μάθω πούθε ξεκίνησα, γιατί ξεκίνησα. Πόσο προχώρησα και πόσο μένω πίσω. Όχι πως δεν σε γνώρισα. Όχι πως δεν με κράτησες. Όχι πως δεν είμαστε βαθιά και ψηλά ενωμένοι. Μα είναι που δεν επρόλαβα να σ` ανεβάσω, που κι εσύ δεν επρόλαβες να με κερδίσεις την ώρα που μ` έχανες απέραντα, την ώρα που βάραινα και γινόμουν πέτρα και βούλιαζα. Είμαστε δυο βαριές μεγάλες πέτρες, δυο γυμνοί και σκληροί βράχοι που αδιάκοπα μας συντρίβει ο καιρός και μας αποξενώνει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]