`Τενάρ, αυτή τη στιγμή κρατώ την οροφή πάνω απ` τα κεφάλια μας. Κρατώ τους τοίχους για να μη μας κλείσουν μέσα τους. Κρατώ το έδαφος για να μην ανοίξει κάτω από τα πόδια μας. Αυτό το κάνω διαρκώς από τότε που περάσαμε το λάκκο όπου περίμενε ο υπηρέτης τους. Αν εγώ μπορώ να απομακρύνω το σεισμό, εσύ φοβάσαι να συναντήσεις μιαν ανθρώπινη ψυχή μαζί μου; Εμπιστέψου με όπως σε εμπιστεύτηκα! Έλα μαζί μου τώρα`. Προχώρησαν μπροστά. Η ατελείωτη σήραγγα άνοιξε. Η αίσθηση περισσότερου αέρα τους συνάντησε, σαν μια μεγέθυνση του σκοταδιού. Είχαν μπει στη μεγάλη σπηλιά κάτω από τις Ταφόπετρες. Άρχισαν να κάνουν τον κύκλο της, κατά μήκος του δεξιού τοιχώματος. Η Τενάρ είχε κάνει μόνο μερικά βήματα όταν σταμάτησε. `Τι είναι;` μουρμούρισε, και η φωνή της μόλις που έβγαινε μέσα από τα δόντια της. Υπήρχε ένας θόρυβος στη νεκρή, πελώρια, μαύρη φυσαλίδα αέρα: μια τρεμούλα ή δόνηση, ένας ήχος που τον ακούς με το αίμα και τον νιώθεις στα κόκαλα. Οι σκαλισμένοι από το χρόνο τοίχοι κάτω από τα δάχτυλά της πάλλονταν, πάλλονταν. `Προχώρα`, είπε η φωνή του άντρα, στεγνή και πιεσμένη. `Βιάσου, Τενάρ`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]