Στο ανά χείρας έργο διερευνώνται μέσα από μια ιστορική προοπτική οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και διατυπώνεται η υπόθεση εργασίας ότι οι σκοποί και οι επιδιώξεις του εθνικού κράτους καθόρισαν τη θέση και την αποστολή της εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δομήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση δημόσιας αρχής και ενστερνίστηκε, ως θεσμός του κράτους, τους εθνικούς στόχους του. Μετατράπηκε αμέσως σε Εκκλησία εθνική. Εγκολπώθηκε την εθνική ιδέα, την οποία ταύτισε με την «Ορθοδοξία». Και τώρα ζούμε το εξής οξύμωρο σχήμα: ενώ η πολιτεία αποεθνικοποιείται σταδιακά, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, από φόβο και άμυνα απέναντι στις προκλήσεις και αισθανόμενη ότι απειλείται η «εθνοκρατική» ταυτότητά της, αγωνίζεται απεγνωσμένα να επανεθνικοποιηθεί αλλά στην παρωχημένη βάση μιας εθναρχικής ή εθνογενετικής ιδεολογίας. Από την όλη συζήτηση σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, η οποία, ως συνήθως, διεξάγεται αποσπασματικά, χρειάζεται να απομονώσουμε μια θεμελιώδη αρχή: στις δημοκρατικές κοινωνίες η πολιτική ταυτότητα ενός λαού διακρίνεται και πρέπει να μην αναμειγνύεται με τις διάφορες πολιτιστικές ή εθνογενετικές ή θρησκευτικές συλλογικές ταυτότητες που ανιχνεύονται στην ίδια επικράτεια. Η δημοκρατία ανέχεται και προστατεύει την πίστη, την οποιαδήποτε πίστη, ως πίστη. Δεν επιτρέπει όμως την αναγωγή της σε πολιτικό ή εθνικό φρόνημα ούτε την προσχηματική χρησιμοποίησή της σε συνιστώσα της πολιτικής ιδεολογίας με σκοπό την επιβολή στο σύνολο της κοινωνίας των θρησκευτικο-πολιτικών αντιλήψεων ορισμένων εκκλησιαστικών αρχών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]