Ο δόκτωρ Σιζιέ επρόκειτο να συνοψίσει, σε έναν τελευταίο λόγο, τις θεωρίες που είχε παρουσιάσει σχετικά με την ανάσταση, τον ουρανό και την κόλαση, στα προηγούμενα μαθήματά του. Η περίεργη θεωρία του ανταποκρινόταν στα ενδιαφέροντα της εποχής και ικανοποιούσε τις άμετρες επιθυμίες για το θαυμαστό, που βασανίζουν τους ανθρώπους κάθε ηλικίας σε όλο τον κόσμο. Αυτή η προσπάθεια του ανθρώπου να αρπάξει το άπειρο που αδιάκοπα ξεφεύγει από τα αδύναμα χέρια του, αυτή η τελευταία επίθεση της σκέψης στον εαυτό της, ήταν ένα έργο αντάξιο μιας συγκέντρωσης όπου έλαμπαν τότε όλα τα φώτα εκείνου του αιώνα, όπου σπινθηροβολούσε ίσως η πιο μεγάλη ανθρώπινη φαντασία. Στην αρχή, ο δόκτωρ υπενθύμισε απλά, σε τόνο απαλό και χωρίς έμφαση, τα κύρια σημεία που είχαν τεθεί προηγουμένως».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]