Σ` αυτό το γεμάτο λυρισμό και πάθος χρονικό, ο Χέμινγουεϊ περιγράφει στιγμές και συναισθήματα από ένα αλησμόνητο σαφάρι που έζησε το Δεκέμβριο του 1933 στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολικής Αφρικής μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Πωλίν Φάιφερ. Μέσα από πραγματικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, που διανθίζει με στοιχεία μυθιστορήματος (. . .), ο Χέμινγουεϊ μοιράζεται μαζί μας όσα τον δίδαξε αυτή του η εμπειρία για την Αφρική αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. (. . .) Περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό τα τοπία, τους ιθαγενείς, τους κυνηγούς, αλλά πάνω απ` όλα τα μεγάλα θηράματα, τη γοητεία του κυνηγιού τους, την αγριότητα της θανάτωσής τους. Ωστόσο, βρίσκει την ευκαιρία να μοιραστεί με τους συντρόφους του τις σκέψεις του για τη ζωή, τον πόλεμο, τη μοίρα, τη λογοτεχνία, κι έτσι κάποια στιγμή το κυνήγι παύει να είναι αυτοσκοπός και λειτουργεί ως μέσο για μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]