Τομ! Που πήγες και τρύπωσες...
Καμιά απάντηση.
Σκυφτή η θεία Πόλλυ με το σκουπόξυλο στο χέρι, έψαχνε κάτω από το κρεβάτι. Αλλά κάποτε ακούστηκε κάποιος θόρυβος απ` το μεγάλο ντουλάπι, όπου ήταν οι κούπες και τα διάφορα γλυκά... Φυσικά εκεί έπρεπε να πρωτοπάει ο νους της.
Έννοια σου και που θα μου πας!
Πήγε απλούστατα για μπάνιο κρυφά, στο ποτάμι, και το βράδυ γύρισε όμορφα όμορφα, σα να μην είχε συμβεί τίποτε!
- Τομ, πες μου, έκανε πολλή ζέστη στο σχολείο, το απόγευμα;
- Φοβερή!
- Και δεν σου ήρθε διάθεση να πας για μπάνιο;
- Θεός φυλάξει!
Γιατί όμως ήταν τα μαλλιά του Τομ βρεγμένα; Έβρεξαν τα παιδιά τα κεφάλια τους στην βρύση του σχολείου.
Οπωσδήποτε, το πουκάμισό του ήταν στεγνό κι ο γιάκας στη θέση του καλορραμένος.
- Όμως θεία... μπήκε στη μέση ο ξάδελφός του, ο Σιδ, τον γιακά τον είχες ράψει με άσπρη κλωστή και τώρα είναι μαύρη!...
- Φταίω εγώ;... διαμαρτυρήθηκε ο Τομ. Πότε ράβεις τους γιακάδες μου, θείτσα, με μαύρη και πότε με άσπρη κλωστή. Γι` αυτό τα μπερδεύω κι εγώ στο ξαναράψιμο!
Καμάρωνε με τον Σιδ η θεία Πόλλυ, αλλά κατά βάθος λάτρευε τον Τομ. Επειδή όμως είχε ευθύνες για την ανατροφή τους, και επειδή έπρεπε να βασίζει την παιδαγωγική της, στην Βιβλική αρχή "ον αγαπά Κύριος παιδεύει" δεν εννοούσε να φανεί μαλακιά.
Το μόνο κακό, ήταν που, όταν το παραξήλωνε ο Τομ, η θεία Πόλλυ, παρατούσε το σκουπόξυλο, κι έπιανε τα κλάματα. Αυτό του ράγιζε την καρδιά. Έτσι λοιπόν, έπρεπε να δεχτεί τώρα και την τιμωρία την φοβερή. Δηλαδή, ολόκληρο το Σάββατο, αντί παιχνίδι να καθίσει ν` ασβεστώσει το φράχτη του κήπου.
Εκτός που ήταν τεμπέλης, ο Τομ, τον κορόιδευαν οι φίλοι του. Απ` εδώ είχε ο κατεργάρης, απ` εκεί είχε, τους κατάφερε έναν-έναν, να τους πείσει πως το ασβέστωμα του φράχτη είναι το πιο σπουδαίο απ` όλα τα παιχνίδια που υπάρχουν στον κόσμο. Και για να τους επιτρέψει μάλιστα να παίξουν κι αυτοί, ζητούσε πληρωμή. Βώλους, σβούρες κ.λπ.
Μια νύχτα αποφάσισε μαζί μ` ένα φίλο του και πήγαν τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο. Εκεί αντιλήφθηκαν τρία φαντάσματα, αλλά δεν άργησαν να διαπιστώσουν πως δεν ήταν βρυκόλακες. Ήταν ζωντανοί άνθρωποι! Ο νεαρός γιατρός Ρόμπινσον, και δυο μαντράχαλοι, ο μεθύστακας Μουφφ Πότερ και ο αγριάνθρωπος Τζο ο Ινδός. Τους είχε πληρώσει ο γιατρός για να ξεθάψουν στα κρυφά κάποιο πτώμα, που του χρειαζόταν φαίνεται για ανατομικές μελέτες. Την τελευταία όμως στιγμή, ο Πόττερ θέλησε να εκβιάσει τον γιατρό, που του κατάφερε ένα κούτσουρο στο κεφάλι και τον άφησε αναίσθητο. Ο Ινδός όμως, μαχαίρωσε και σκότωσε το γιατρό, κι έπειτα προσπάθησε να πείσει τον σύντροφό του, πως εκείνος (δηλαδή ο Πότερ) ήταν ο φονιάς. Τα παιδιά που παρακολούθησαν τη σκηνή, ορκίστηκαν να μην αποκαλύψουν τίποτε, γιατί φοβόταν τον Ινδό. Έτσι, η αστυνομία έπιασε τον Πόττερ, και το δικαστήριο ήταν έτοιμο να τον καταδικάσει σε θάνατο, όταν την τελευταία στιγμή, ο Τομ, παραβιάζοντας τον όρκο του, και νικώντας το φόβο του, για να σώσει έναν αθώο, αποκάλυψε την αλήθεια. Ο Ινδός όμως κατόρθωσε να δραπετεύσει, αλλά βρήκε επί τέλους τη δίκαια τιμωρία του, στο μεταξύ όμως, ο Τομ, ανακάλυψε τον τεράστιο θησαυρό του κακούργου, αλλά δεν άργησε να διαπιστώσει πως ο πλούσιος είναι μεγάλος μπελάς.