Η επιθυμία και προσδοκία της καρδιάς μου, μέσα από την άβυσσο των παραπτωμάτων και παραλείψεών μου, είναι να ελαττώνομαι και να αποκρύπτομαι, για να παραμένει και να αυξάνει η Εκκλησία. Να δοξάζεται το άγιο σώμα του Χριστού, να αναδεικνύονται τα χαριτωμένα μέλη του, να οικοδομείται η χριστιανική ανθρωπότητα, να πραγματοποιείται ο εκκλησιαστικός άνθρωπος. Μόνο η εκκλησιαστική ευγένεια διασώζει την μοναδική ιδιοπροσωπία μας. Εκείνο που ατιμάζει την Εκκλησία, ώστε να απελπίζεται ο κόσμος, είναι η παραμόρφωσή της σε θρησκευτική Ιδεολογία ή σε ιερό κράτος, που υπηρετεί επαγγελματικώς το ιερατείο, και το οποίο στην πλειονότητά του εθελοτυφλεί ενώπιον της διαρκούς αποκαλύψεως της μυστηριακής ομορφιάς του Θεού και της μυστηριώδους ομορφιάς του ανθρώπου. Οι άνθρωποι δε θα μισήσουν τελικώς το Χριστό, αλλά θα εγκαταλείψουν ανενόχως την Εκκλησία, εκείνη που δεν παύει να ερωτοτροπεί με την Ιστορία και να επιδιώκει την εγκόσμια εγκαθίδρυσή της. Την Εκκλησία που, στο παράλογο της Ιστορίας ή στην ισχύ του δαιμονικού, δεν ενσαρκώνει τη μαρτυρία του παράδοξου ή την ελευθερία του εσχατολογικού. Ο Χριστός στη θέση της θρησκείας έκτισε την Εκκλησία Του, το μυστήριο που είναι στον κόσμο, αλλά δεν είναι από τον κόσμο, ακριβώς μια αποκάλυψη παράδοξη ή εσχατολογική: σταυρώνεται, αλλά δε σταυρώνει, κρύβεται στην αλήθεια και όχι στη δύναμη, μαρτυρεί στην Ιστορία, αλλά πορεύεται προς τα Έσχατα. Δεν εξουσιάζει αλλά διακονεί, δεν κατακρίνει αλλά καταξιώνει, δεν τρομοκρατεί αλλά παρηγορεί. Στην καρδιά της φυλάσσεται η χαρά της μετανοίας και όχι ο τρόμος της κολάσεως.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]