1969, και ο πόλεμος του Βιετνάμ μαίνεται. Μια δύσκολη περίοδος για τους περισσότερους νέους. Είτε θα δουλέψεις σκληρά για να συνεχίσεις τις σπουδές σου, είτε θα την κοπανήσεις για τον Καναδά, γιατί αλλιώς ο θείος Σαμ θα σου χτυπήσει την πόρτα και πριν το καταλάβεις μπορεί να βρεθείς να σέρνεσαι μέσα σε καμιά βαλτώδη ρυζοκαλλιέργεια προσπαθώντας να μη σκέφτεσαι τους σάκους με τα πτώματα που φεύγουν συστημένα καθημερινά για την πατρίδα. Για τον Ρέι και τον Τιμ τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Την έχουν σκαπούλαρει. Δεν είναι ούτε κολεγιόπαιδα, ούτε και `αρούρια`. Αλλά ο Ρέι και ο Τιμ έχουν τα δικά τους προβλήματα. Μια δολοφονία, για παράδειγμα. Μια δολοφονία που ο Ρέι διέπραξε πριν από τέσσερα χρόνια, επειδή έτσι του κάπνισε. Μια δολοφονία στην οποία ο Τιμ και η Τζένιφερ, η πρώην του Ρέι, είναι συνένοχοι. Μια δολοφονία που ένας κουρασμένος από τη ζωή μπάτσος δεν σκοπεύει να αφήσει ατιμώρητη. Ξέρει πως ο Ρέι το έκανε, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει. Τώρα, στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης, μη έχοντας τίποτε να χάσει, αποφασίζει να προσπαθήσει για μια τελευταία φορά να τσιγκλήσει την αλαζονική ψυχραιμία του Ρέι και να τον οδηγήσει να κάνει κάποιο λάθος. Ένα λάθος που θα τον ξεσκεπάσει. Οι καταστάσεις συγκλίνουν. Κάτι θα ξεσπάσει. Κάτι που θα οδηγήσει στη βία και το αίμα. Όταν η αντάρα καταλαγιάσει, ποιοι θα είναι οι ξεγραμμένοι;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]