Η σκιά του Παρθενώνα, καθώς προβάλλει στον ορίζοντα της Αθήνας, μια οποιαδήποτε ημέρα του χρόνου, μοιάζει με χάσμα στη συνέχεια της καθημερινότητας. Είναι μια ύπαρξη που έφτασε ως εμάς από τα βάθη των αιώνων, παραμένει όμως σύγχρονή μας. Στέκει δίπλα μας, ανάμεσά μας, μας αφήνει αδιάφορους ή όχι, πάντως το ξέρουμε πως δεν πρόκειται να φύγει από εκεί. Ή, εν πάση περιπτώσει, ξέρουμε πως αν κάποια μέρα, ο μη γένοιτο, ο λόφος της Ακρόπολης για οποιονδήποτε λόγο μείνει φαλακρός, τότε η ζωή μας δεν θα είναι πια η ίδια.
Γράφοντας τις «Μεταμορφώσεις της Κρυφής Ελλάδας» ανακάλυψα πως έγραψα ένα κείμενο που θα με βοηθούσε να καταλάβω ό,τι εκ πρώτης όψεως ακούγεται σαν ρομαντική παραδοξολογία, να καταλάβω δηλαδή τι είναι αυτό που με αφορά στην ύπαρξη των ερειπίων - ένδοξων ή άδοξων, προστατευμένων στα μουσεία ή απλώς αφημένων εκεί που εξόκειλαν με το πέρασμα του χρόνου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]