`Θάνατε αδέκαστε ξυπνάς την τρομερή σιωπή σου·
μ` ακόμα και στην άβυσσο υπάρχει λίγο φως.
Της γης αδίστακτε ληστή, απ` την φρικτήν ειρκτή σου
αρχίζει η σκάλα του Ιακώβ, κι αρχίζει ο ουρανός.
Πίκρες περνούν οι άνθρωποι· όμως οι πιο μεγάλες
δεν φαίνονται, είναι βαθιά κρυμμένες στην καρδιά
του κάθε ανθρώπου, και πονούν περσότερο απ` τις άλλες,
κείνες που τον ακουλουθούν στου τάφου την μονιά`
Μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν δύο παράξενες φιγούρες. Εμείς, τις έχουμε γνωρίσει. Η μία ήταν η νεράιδα που την έλεγαν Φροντίδα. Η άλλη ήταν η ανθυπονεράιδα της Τύχης. Έσκυψαν πάνω απ` τον νεκρό άντρα. - «Ορίστε!» είπε η Φροντίδα. «Τι πρόσφεραν οι Γαλότσες σου στους ανθρώπους;»
- «Τουλάχιστον, χάρισαν σ` αυτόν εδώ την αιώνια ευτυχία», απάντησε η ανθυπονεράιδα της Τύχης.
- «Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος», συνέχισε η Φροντίδα. «Αυτός εδώ έφυγε με δική του πρωτοβουλία. Δεν κλήθηκε να φύγει· δεν είχε έρθει η ώρα του. Απλά, το ψυχικό του σθένος δεν ήταν αρκετά δυνατό, δεν μπορούσε να περιμένει, για ν` ανακαλύψει τους θησαυρούς που του επιφύλασσε η ζωή. Γι` αυτό κι εγώ θα του κάνω ένα πολύ μεγάλο δώρο».
Και άρπαξε τις Γαλότσες και τις τράβηξε απ` τα πόδια του φοιτητή. Ο ύπνος του θανάτου πήρε τέλος. Ο φοιτητής ξύπνησε και σηκώθηκε. Η Φροντίδα εξαφανίστηκε, και μαζί της εξαφανίστηκαν και οι Γαλότσες. Προφανώς, τις θεωρούσε πια δικές της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]