(...) Χρονομετρούσε και φανταζόταν. Είχε αξιωθεί, λέει, να γράψει ένα βιβλίο. Το είχε δώσει στον αγαπημένο της λυκειάρχη, τον κύριο Μενέλαο, να το διαβάσει. Έπειτα από δύο ημερονύκτια τον άκουσε που της μιλούσε από μακριά. Δεν του άρεσε καθόλου· δεν τον κέρδισε, γιατί του έλειπε η κατάφαση, η χαρά της ζωής, η μαγεία της ομορφιάς, ο ερωτισμός του ονείρου. Τον απώθησε η γλώσσα - η τάχα μου αποσταγμένη. Ομιλουμένη,. Τον ενόχλησε η επιθετικότητα, η επιμονή στην ασκήμια, η αλλοπρόσαλλη γελοιοποίηση των πάντων. Τον απογοήτευσαν τα αντιπαθητικά πρόσωπα - οι καρικατούρες. Πού η αντιπροσωπευτικότητα και οι χαρακτήρες των ηρώων της; Πού το ποιητικό ανάβρυσμα, το πάθος, οι αξίες; Πού το περιβάλλον; Η ψυχή; Ποιος θα είναι ο χρόνος; Ποιος ο χώρος της; (...)