Μάζεψα τα τσαμασίρια μου, τι τσαμασίρια δηλαδή, μια βαλιτσούλα από χαρτόνι όλα μου τα υπάρχοντα, και μπροστά ο Μανόλης πίσω εγώ, πήγαμε στο σπίτι του . Όπως πηγαίναμε, ανταμωθήκαμε με καμιά σαρανταριά άντρες, μαύρους, μουτζουρωμένους, ίδιους διαβόλους που δραπέτευσαν από την κόλαση. Γύριζα και τους κοίταζα, αφού μας είχαν προσπεράσει, περίεργη εγώ ανέκαθεν. «Τι είναι αυτοί;» ρώτησα τον Μανόλη. «Δουλεύουνε στα μεταλλεία, είναι καρβουναραίοι», μου είπε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]