. . . Μια φωνή που καλεί τον Πέντρο Μπάλα. Όπως η φωνή του Θεού καλούσε το Ζαχαρένιο, η φωνή του μίσους τον Κουτσό, όπως η φωνή των σερτανέζων καλούσε τον Απαλοχέρη στη συμμορία του Λαμπιάο. Μια φωνή παντοδύναμη, πιο δυνατή από κάθε άλλη, μια φωνή που διασχίζει την πόλη και ανεβαίνει από όλα τα σημεία, μια φωνή που φέρνει μαζί της τη γιορτή, που σταματάει τον χειμώνα και φέρνει την άνοιξη. Φωνή, που καλεί τον Πέντρο Μπάλα και τον παρασέρνει στη μάχη. Φωνή, που βγαίνει από όλους τους πεινασμένους της πόλης, από όλους τους δυστυχισμένους της πόλης. Φωνή, που φέρνει το πιο μεγάλο καλό σ’ αυτόν τον κόσμο, που είναι σαν τον ήλιο, πιο καλό από τον ήλιο: την ελευθερία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]