«Δεν ήταν από κείνες τις πόλεις που λες ότι μια που βρέθηκε στο δρόμο μου ας την περιδιαβώ. Δε θα μπορούσες να την ερωτευτείς αν δεν την άγγιζες, αν δεν τη γευόσουν πρώτα με όλες σου τις αισθήσεις. Ήταν εκεί. Τόσο κοντά, που ήταν αδύνατο να την προσπεράσεις και ταυτόχρονα τόσο απόμακρη, που δεν ήταν δυνατό να συνυπάρξεις μαζί της. Χάρηκε όσο τίποτα την αίγλη και την ακτινοβολία ως η πόλη του Βυζαντίου, αλλά πόνεσε από τα λάθη της αυτοκρατορίας. Ήταν αυθάδης. Θλιμμένη. Μόνη. Και κόντρα στις δοξασίες των παιδιών της, εκείνη δεν πίστευε στο κισμέτι. Αν, πάλι, την υποχρέωναν, σώνει και καλά, να πιστέψει σε κάτι, αντ` αυτού προτιμούσε να πιστεύει ότι ήταν η ωραιότερη πόλη του κόσμου. Στο σημείο όπου ο άτυχος ράφτης είχε μπήξει το ψαλίδι του στον ουρανό, η πόλη είχε τοποθετήσει έναν τεράστιο καθρέφτη. Ολημερίς κοιταζόταν σ` εκείνο τον καθρέφτη και καμάρωνε σαν τη γάτα που έχει βρει μια ζεστή αγκαλιά».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]